- απίστευτος
- η , ο [ος , ον ] невероятный, неимоверный, неправдоподобный; баснословный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απίστευτος — η, ο 1. αυτός που δεν μπορεί να γίνει πιστευτός, ο απίθανος 2. πρωτάκουστος, εκπληκτικός … Dictionary of Greek
απίστευτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν πιστεύουμε, απίθανος: Κάθε φορά τούς διηγόταν απίστευτες ιστορίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προαπιστούμαι — έομαι, Α είμαι απίστευτος εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπιστοῦμαι «δεν γίνομαι πιστευτός, φαίνομαι απίστευτος»] … Dictionary of Greek
ακατάπιοτος — η, ο [καταπίνω] 1. ο ακατάποτος* 2. αυτός που δεν καταπίνεται μτφ. ο απίστευτος … Dictionary of Greek
ακόλλητος — η, ο (Α ἀκόλλητος, ον) αυτός που δεν έχει συγκολληθεί με κολλητική ουσία «φάκελος ακόλλητος», «λίθοι ακόλλητοι» νεοελλ. ο απίθανος, ο απίστευτος «ακόλλητο ψέμα» αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει κολλήσει, δεν έχει συναφθεί «ἀκόλλητον δέρμα σώμασι»… … Dictionary of Greek
ανεπίγραφος — η, ο (AM ἀνεπίγραφος, ον) 1. εκείνος που δεν έχει επιγραφή 2. (για συγγράματα) ανώνυμος, εκείνος του οποίου ο συγγραφέας δεν είναι γνωστός μσν. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί, παράδοξος, απίστευτος αρχ. μτφ. ο χωρίς σαφή γνωρίσματα… … Dictionary of Greek
ανεπίστευτος — η, ο ο απίστευτος … Dictionary of Greek
απίθανος — η, ο (AM ἀπίθανος, ον) (για πράγματα) ο μη πιθανός, μη ευλογοφανής, απίστευτος νεοελλ. (για πρόσωπα μτφ.) εξαίρετος, θαυμάσιος αρχ. (για πρόσωπα) 1. αυτός που δεν γίνεται εύκολα πιστευτός 2. αυτός που δεν πείθει τους άλλους … Dictionary of Greek
ατεράτευτος — ἀτεράτευτος, ον (Μ) αυτός που δεν είναι απίστευτος … Dictionary of Greek
καταπληκτικός — ή, ό (AM καταπληκτικός, ή, όν) [κατάπληκτος] 1. αυτός που προξενεί κατάπληξη, εκπληκτικός, απίστευτος, αφάνταστος 2. τρομερός, φοβερός. επίρρ... καταπληκτικά και καταπληκτικώς (AM καταπληκτικώς) νεοελλ. με καταπληκτικό τρόπο, εκπληκτικά,… … Dictionary of Greek
μακιαβελισμός — ο 1. πολιτικό δόγμα και σύστημα που διατύπωσε ο Μακιαβέλι και που βασίζεται στη χρησιμοποίηση όλων τών μέσων εκ μέρους ενός ηγεμόνα, χωρίς ηθικούς φραγμούς, προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του 2. απαράδεκτη από ηθική άποψη πολιτική 3. δόλιος … Dictionary of Greek